- ζευκτό(ν)
- το стропило; ферма;
ζευκτό(ν) γέφυρας — ферма моста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευκτό(ν) γέφυρας — ферма моста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευκτό — Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ… … Dictionary of Greek
ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές … Dictionary of Greek
ζευκτός — και ζευτός, ή, ό (Α ζευκτός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό (στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός τής στέγης που αποτελείται από συναρμογή … Dictionary of Greek
ζευκτός — ή, ό 1. που μπορεί να ζευχτεί. 2. ο ζεμένος, ο συνδεμένος, ο συναρμοσμένος. 3. το ουδ. ως ουσ., ζευκτό ο τριγωνικός σκελετός της στέγης, που είναι διαμορφωμένος από συναρμογή ξύλων (ψαλιδιών) ή μετάλλινων υλικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)